παραμάννα

παραμάννα
η
1) няня; кормилица; 2) английская булавка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παραμάννα" в других словарях:

  • παραμάννα — η 1. γυναίκα που αναλαμβάνει να θηλάζει με αμοιβή το παιδί μιας άλλης γυναίκας, αλλ. θηλάστρια, βυζάστρα ή βυζάχτρα 2. η τροφός, γυναίκα που παραμένει στο σπίτι και μετά τον απογαλακτισμό τού παιδιού προκειμένου να αναλάβει την ανατροφή του …   Dictionary of Greek

  • τροφώ — (I) –οῡς, ἡ, Α τροφός, παραμάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + επίθημα ώ τών θηλ. (πρβλ. λεχ ώ)]. (II) έω, Α [τροφή] είμαι παραμάννα, τροφός …   Dictionary of Greek

  • αμμά — ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM) μητέρα μσν. 1. προσφώνηση ηγουμένης 2. προσφώνηση κάθε μοναχής 3. γυναίκα όχι μοναχή αρχ. 1. παραμάννα, τροφός 2. ἀμμάς επίθ. τής Ρέας και τής Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική τής νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο …   Dictionary of Greek

  • βυζάστρα — και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια) αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαμμιλλάρια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών κακτιδών, στο οποίο ανήκουν περισσότερα από 150 είδη, ιθαγενή τής νοτιοδυτικής Βόρειας Αμερικής, τής Καραϊβικής, τής Κολομβίας και τής Βενεζουέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mammilla… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραθηλάζω — Α θηλάζω νεογνό εκ παραλλήλου με το δικό μου, είμαι παραμάννα …   Dictionary of Greek

  • τίτθη — και τίθθη και τίθη, ἡ, Α 1. τροφός, παραμάννα 2. τιτθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος υποκοριστικός τ. τού τιθή νη «τροφός» με εκφραστική ανάπτυξη δεύτερου τ και χωρίς επίθημα νη (βλ. λ. τιθήνη). Κατά μία άποψη, η λ. τίτθη είχε αποκλειστικά τη σημ. τής… …   Dictionary of Greek

  • τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»